- κατακρήμνισμα
- το хим. осадок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατακρήμνισμα — το 1. το κατακάθι 2. χημ. το ίζημα 3. (μετεωρ.) φρ. «ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα» τα προϊόντα συμπύκνωσης τών υδρατμών τής ατμόσφαιρας τα οποία πέφτουν στην επιφάνεια τής γης ως βροχή, χιόνι, χαλάζι, ομίχλη, πάχνη, δροσιά κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή … Dictionary of Greek
ίζηση — η καθίζηση, κατάπτωση, κατακρήμνισμα, κατακάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζω. Η λ. στην αρχ. απαντά μόνο ως β σύνθ. (πρβλ. εν ίζησις, προσ ίζησις, συν ίζησις)] … Dictionary of Greek
χαλάζι — Ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα που αποτελείται από κόκκους πάγου, συνήθως σφαιροειδείς, με διάμετρο που ποικίλλει από μερικά χιλιοστά έως μερικά εκατοστά του μέτρου. Παρατηρείται συνήθως κατά τη διάρκεια καταιγίδων και καμιά φορά συνοδεύεται από… … Dictionary of Greek
χιονοχάλαζο — το, ή χιονοχάλαζα, η, Ν (μετεωρ.) ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα που έχει εν γένει τη μορφή δισκίων πάγου διαμέτρου το πολύ 5 χιλιοστό μέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + χάλαζα / χαλάζι. Η λ., στον τ. χιονοχάλαζα μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
χιονόνερο — το, Ν (μετεωρ.) ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα αποτελούμενο από χιόνι και βροχή συγχρόνως ή από χιόνι το οποίο έχει εν μέρει τακεί, αλλ. χιονόβροχο ή χιονόλυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + νερό] … Dictionary of Greek